- ξενιτεμός
- [ксэнитэмос] ουσ α жизнь на чужбине.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ξενιτεμός — ο [ξενιτεύομαι] αποδημία, μετανάστευση … Dictionary of Greek
εκπατρισμός — ο απομάκρυνση από την πατρίδα, ξενιτεμός … Dictionary of Greek
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
ξενίτεμα — το [ξενιτεύομαι] ξενιτεμός … Dictionary of Greek
εκπατρισμός — ο 1. εκτόπιση, εκτοπισμός, απέλαση. 2. ξενιτεμός, ξενίτεμα, μισεμός: Ο εκπατρισμός των Ελλήνων στη Γερμανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετανάστευση — η η ατομική ή ομαδική μετακίνηση ατόμων από έναν τόπο σε άλλο, η αποδημία, ο ξενιτεμός: Η μετανάστευση συχνά οφείλεται στην ανεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)